Υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις μελών της οικογένειάς τους
στις 31 Οκτωβρίου 2015
Α. Εισαγωγικά:
Η ασφάλιση στο ΙΚΑ των προσώπων που συνδέονται με συγγενική σχέση με τον εργοδότη αποτελεί βασικό ζήτημα που απασχολεί την πλειοψηφία των οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις ανακύπτουν προβλήματα τα οποία καλούνται να επιλύσουν τα ελληνικά δικαστήρια αλλά και στην πράξη τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ από την εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας και σχετικών εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτής. Πολλές φορές απευθύνονται στο γραφείο μας, λόγω προβλημάτων που ανακύπτουν στην εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής από τα όργανα του ΙΚΑ, πελάτες, οι οποίοι αναζητούν τις νομικές μας συμβουλές πάνω σε θέματα, τα κυριότερα από τα οποία θα προσπαθήσω να θίξω στην παρούσα εισήγησή μου.
B. Ειδικές ρυθμίσεις για την υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται στην επιχείρηση του/ της συζύγου τους ή συγγενών α’ και β’ βαθμού (δηλαδή σε οικογενειακές επιχειρήσεις):
Κατ’ αρχάς, η νομική θεωρία δεχόταν στο παρελθόν ότι τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη, εφόσον συμβιούν με αυτόν και διατρέφονται απ’ αυτόν, εάν συμβαίνει να απασχολούνται στην επιχείρησή του, θεωρείται ότι δεν υπάρχει το στοιχείο της παροχής εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής, λόγω του στενού οικογενειακού δεσμού που συνδέει αυτά (και δεδομένου ότι στις οικογενειακές σχέσεις η εργασία συνήθως παρέχεται από ηθική και οικογενειακή υποχρέωση για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, βλ. άρθρα 1386-1389, 1508 ΑΚ). Τα τελευταία όμως χρόνια η νομολογία δέχεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συζύγων ή συγγενών ή φίλων ή συνεταίρων, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι όροι της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων και η νομική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη (ΑΠ 180/2000, ΑΠ 156/1998 ό.π. ΑΠ 1356/1992 ΕλλΔνη 36.348, ΕΑ 7784/1999 Ελ.Δνη 41.1401, ΕφΑθ 274/1986 ΔΕΝ 42.564).
Η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται στην επιχείρηση του συζύγου ή συγγενών α’ και β’ βαθμού διέπεται από ειδικές διατάξεις (Ν. 1759/1988) και τούτο κρίθηκε αναγκαίο για το νομοθέτη, ενόψει της δυσχέρειας που υφίσταται ως προς τη διακρίβωση της συνδρομής των γενικών προϋποθέσεων υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ των προσώπων αυτών, ειδικότερα δε ως προς τη διακρίβωση της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτών και του συζύγου ή συγγενούς που είναι αποδέκτης των υπηρεσιών τους, καθώς και ως προς την αμοιβή τους, λαμβανομένου υπόψη του ότι είναι σύνηθες η απασχόληση των προσώπων αυτών σε οικογενειακές επιχειρήσεις να λαμβάνει χώρα είτε για λόγους ηθικής υποχρέωσης είτε από λόγους κοινού οικογενειακού συμφέροντος, καθώς και ότι η συγγενική σχέση αμβλύνει τη σχέση εξάρτησης[1]. Και όταν αναφέρομαι σε «σχέση εξαρτημένης εργασίας», αυτή υπάρχει σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου όταν οι συμβαλλόμενοι (εργοδότης και εργαζόμενος) αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και τον μισθό και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και πραγματική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίδει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές[2].
Όπως θα δούμε παρακάτω, με τις ειδικές αυτές ρυθμίσεις προβλέπεται η δυνατότητα υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις προσώπων με τα οποία συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς, με διαφορετικές και ευρύτερες σε σχέση με τις γενικές, προϋποθέσεις, αφού δεν απαιτείται αποδεδειγμένη σχέση εξαρτημένης εργασίας (βλ. ανωτ. γνωρίσματα), ούτε συγκεκριμένη αμοιβή, αλλά μόνον απασχόληση (παροχή εργασίας εν γένει), κατά κύριο επάγγελμα, και μη ασφαλιστική κάλυψη, υποχρεωτική ή προαιρετική, από άλλον φορέα ασφάλισης (κύριας ή επικουρικής).
Συγκεκριμένα, η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1759/1988[3] προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 2 του Α.Ν. 1846/1951 (θεσμικού περί ΙΚΑ νόμου), όπως ισχύει σήμερα, ορίζει ότι: «Επίσης, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του νόμου αυτού τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία εντός των ορίων της χώρας κατά κύριο επάγγελμα σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι ή συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγένειας, εφόσον για την εργασία τους αυτή δεν υπάγονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης».
Σε εκτέλεση της παραπάνω διάταξης εκδόθηκε ο «Κανονισμός Ασφάλισης στο ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις μελών της οικογένειάς τους» (για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά κατωτέρω) που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. Φ.21/3288/20-12-88 απόφαση (Υ.Α.) του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β’ 4/9-1-1989). Με την διάταξη λοιπόν αυτή προβλέφθηκε η ασφάλιση των προσώπων που απασχολούνται σε εργοδότες, με τους οποίους είναι σύζυγοι ή συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένειας[4] (ανεξάρτητα από το αν αποτελούν χωριστή οικογένεια ή όχι)[5] υποχρεωτικά στο ΙΚΑ, ενώ είχε εκδοθεί και σχετική Εγκύκλιος (η υπ’ αριθμ. 23/1989) για τα προαναφερόμενα. Με την εγκύκλιο όμως αυτή δεν ήταν δυνατό να ρυθμιστούν με λεπτομέρεια όλα τα προβλήματα που ανέκυψαν από την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης[6], με αποτέλεσμα να εκδοθεί αργότερα μία μεταγενέστερη Εγκύκλιος (η υπ’ αριθμ. 93/1996), πληρέστερη από την προηγούμενη, η οποία προσπάθησε να ρυθμίσει με ομοιόμορφο τρόπο τα ζητήματα που είχαν προκύψει στην πράξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του Ν. 1759/1988 και τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού, στην ασφάλιση του ΙΚΑ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία μέσα στα όρια της χώρας κατά κύριο επάγγελμα σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι ή συγγενείς (εξ αίματος) α’ και β’ βαθμού συγγένειας, εφόσον για την εργασία τους αυτή δεν υπάγονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.
Προϋποθέσεις ασφαλίσεως των παραπάνω προσώπων είναι η κατά κύριο επάγγελμα απασχόληση και η μη υπαγωγή τους για τη συγκεκριμένη εργασία που προσφέρουν στο σύζυγο ή στο συγγενή στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης (π.χ. πολιτικός μηχανικός που εργάζεται στο τεχνικό γραφείο του πατέρα του και που είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένος στο ΤΣΜΕΔΕ δεν μπορεί να ασφαλιστεί με τις διατάξεις αυτές. Αν όμως η εργασία που προσφέρει είναι διάφορη από εκείνη για την οποία ασφαλίζεται στο ΤΣΜΕΔΕ, π.χ. διευθυντής πωλήσεων, θα υπαχθεί στην ασφάλιση του Ιδρύματος για την παράλληλη αυτή εργασία σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις).
Να σημειώσω εδώ ότι συγγενική σχέση για το ΙΚΑ υπάρχει μόνο στην περίπτωση που ο εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο (που λειτουργεί ως ατομική επιχείρηση), δηλαδή εργοδότης είναι ο/η σύζυγος, ο πατέρας, ο αδελφός κ.ο.κ. Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο (για παράδειγμα Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε.) δεν εφαρμόζονται οι προκείμενες ειδικές διατάξεις, ανεξαρτήτως του αν συμμετέχει στην εταιρεία ως μέτοχος ή ως μέλος του Δ.Σ. σύζυγος ή συγγενής πρώτου και δευτέρου βαθμού (όπου στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία). Δηλαδή οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στις ατομικές επιχειρήσεις και όχι σε εταιρείες (νομικά πρόσωπα) οποιασδήποτε νομικής μορφής.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ασφάλιση των προσώπων αυτών είναι μεν υποχρεωτική, όχι όμως και αυτοδίκαια. Αυτό σημαίνει ότι για να αρχίσει και να τελειώσει η ασφαλιστική σχέση των προσώπων αυτών, θα πρέπει να αναγγελθεί έγγραφα στο Ίδρυμα η έναρξη και η διακοπή της απασχόλησης από το απασχολούμενο πρόσωπο ή από τον αποδέκτη των υπηρεσιών του (βλ. άρθρο 2 του Κανονισμού), ενώ προϋπόθεση της έναρξης ή διακοπής της ασφάλισης είναι η διαπίστωση της έγγραφα αναγγελθείσας απασχόλησης ή της διακοπής από τα όργανα του ΙΚΑ. Δεν μπορεί επομένως το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από μόνο του να ασφαλίσει συγγενικό πρόσωπο του εργοδότη, αλλά θέλει και τη δήλωση του ίδιου του απασχολούμενου ή του εργοδότη για να κάνει έναρξη και λήξη της απασχόλησης, αντίστοιχα. Σύμφωνα μάλιστα με τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων[7], απαιτείται για την έναρξη της ασφάλισης η γραπτή αναγγελία προς το Ίδρυμα της ενάρξεως της εργασιακής σχέσης, με μνεία της συγγενικής σχέσεως αυτών, η οποία δεν υποκαθίσταται με την αναφορά του απασχολούμενου στις καταστάσεις ασφαλίσεως προσωπικού που τηρεί ο εργοδότης. Πλέον, η αναγγελία της απασχόλησης του συζύγου ή του συγγενικού προσώπου γίνεται μέσω του πληροφοριακού συστήματος “ΕΡΓΑΝΗ”, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε από την 1η Μαρτίου του 2013, το οποίο δημιουργήθηκε για την αποτελεσματική καταπολέμηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, για τη σημαντική μείωση του γραφειοκρατικού και διοικητικού βάρους για τις επιχειρήσεις. Κατόπιν της έγγραφης αυτής αναγγελίας, διαπιστώνεται από τα ασφαλιστικά όργανα ότι συντρέχουν οι ειδικές περί συγγενικών προσώπων προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση, δηλαδή ότι υφίσταται πράγματι η αναγγελθείσα απασχόλησή τους και ότι αυτή αποτελεί το κύριο επάγγελμά τους.
Επομένως και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, ειδικά για τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι ή συγγενείς έως και το δεύτερο βαθμό, προβλέπεται ρητώς ότι η ασφάλιση αρχίζει από την αναγγελία εγγράφως στο ΙΚΑ και κατόπιν αυτής της αναγγελίας διαπιστώνεται από τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα ότι συντρέχουν οι ειδικές περί συγγενικών προσώπων προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση, δηλαδή ότι υφίσταται πράγματι η αναγγελθείσα απασχόλησή τους και ότι αυτή αποτελεί το κύριο επάγγελμά τους. Έχει κριθεί μάλιστα από την νομολογία του ΣτΕ ότι εάν η προϋπόθεση της έγγραφης αναγγελίας στο ΙΚΑ δεν έχει τηρηθεί, βάσει των ως άνω ειδικών διατάξεων, αποκλείεται η υπαγωγή των πιο πάνω προσώπων στην ασφάλιση του Ιδρύματος (ΣτΕ 3517/2009, 1773/2008, 946/2005, 1868/2004, 730/2003). Με άλλα λόγια, η παράλειψη έγγραφης αναγγελίας της έναρξης απασχόλησης προσώπου που απασχολείται σε επιχείρηση συζύγου ή συγγενούς του (α’ ή β’ βαθμού) στο ΙΚΑ αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4, με το οποίο προβλέπεται ασφάλιση των προσώπων αυτών για 25 ημέρες μηνιαίως.
Παρά την αυστηρότητα της νομολογίας η οποία απαιτεί οπωσδήποτε έγγραφη αναγγελία της απασχόλησης, η Εγκύκλιος 93/1996, με ελαστικό πνεύμα, προέβλεπε ότι ακόμη και εάν δεν έχει χωρήσει αναγγελία της απασχόλησης του προσώπου εγγράφως στο ΙΚΑ όπως απαιτεί η ειδική νομοθεσία και ο Κανονισμός, αλλά υπάρχει αναγγελία πρόσληψης μισθωτού στον ΟΑΕΔ, ως ημερομηνία αναγγελίας για την έναρξη της ασφάλισης λογίζεται η ημερομηνία αναγγελίας στον ΟΑΕΔ. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχει αναγγελία στο ΙΚΑ, ούτε αναγγελία στον ΟΑΕΔ, έχει όμως χωρήσει ασφάλιση με καταβολή εισφορών στο ΙΚΑ ή στις Τράπεζες με αγορά ενσήμων ή με άλλο τρόπο θα λαμβάνεται ως ημερομηνία αναγγελίας η επομένη της καταβολής των εισφορών. Και τούτο διότι με την καταβολή των εισφορών και συνεπώς με την έναρξη της ασφάλισης, ο εργοδότης έμμεσα γνωστοποιεί στο ΙΚΑ την απασχόληση του μισθωτού. Η άποψη αυτή όμως περί αναγγελίας στον ΟΑΕΔ δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία, συνεπώς θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί κατά την υιοθέτησή της.
Αντιστοίχως, έχει κριθεί βάσει της ανωτέρω Εγκυκλίου, ότι ακόμη και αν η διακοπή της απασχόλησης δεν αναγγελθεί εγγράφως, η διακοπή αγοράς ενσήμων από τον εργοδότη θα πρέπει να λαμβάνεται ως αναγγελία διακοπής της απασχόλησης. Ακόμη, ως αναγγελία διακοπής θα πρέπει να θεωρηθεί ακόμη και η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης (όπως συμβαίνει με εποχιακές επιχειρήσεις, όπως τα ξενοδοχεία), οπότε στις περιπτώσεις αυτές η ασφάλιση θα γίνεται μέχρι την ημερομηνία διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης, οπότε για την επόμενη εποχιακή απασχόληση θα απαιτείται νέα αναγγελία απασχόλησης. Επίσης όμως πρόκειται για άποψη η οποία δεν υποστηρίζεται στη νομολογία.
Σύμφωνα με τις ως άνω ειδικές διατάξεις, τα συγγενικά πρόσωπα ασφαλίζονται για όλους του Κλάδους του ΙΚΑ (συντάξεως – παροχών ασθενείας), ενώ πλέον μετά τη θέσπιση του Ν. 4075/2012 υπάγονται όπως θα δούμε και αναλυτικά πιο κάτω και στην ασφάλιση του ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και ΟΕΕ (παλαιότερα δεν υπάγονταν ως μη θεωρούμενοι ότι παρέχουν εξαρτημένη εργασία).
Ο αριθμός των ημερών ασφάλισης κάθε μήνα προσδιορίζεται στον Κανονισμό (βλ. άρθρο 4) υποχρεωτικά σε είκοσι πέντε (25), ανεξάρτητα από τη διάρκεια της πραγματικής ημερήσιας απασχόλησης μέσα στο συγκεκριμένο μήνα ή αν η επιχείρηση εφαρμόζει το σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, εκτός αν αποδεδειγμένα μεσολαβήσει ασθένεια ή γενικότερα ανυπαίτια αδυναμία απασχόλησης, οπότε εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 657 και 658 του ΑΚ και οι λοιπές σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του ΙΚΑ. Ο αριθμός αυτών των είκοσι πέντε (25) ημερών ασφάλισης κατά μήνα είναι ανεξάρτητος της πραγματικής απασχόλησης. Επίσης, προβλέπεται ότι ανεξάρτητα από την πραγματική διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης αναγνωρίζεται μία ημέρα ασφάλισης για κάθε ημέρα απασχόλησης και καταβάλλονται εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση κατά τους ειδικότερους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5 παρ. 2 του Κανονισμού. Επομένως, ο εργαζόμενος (σύζυγος ή συγγενής α’ και β’ βαθμού) σε ατομική επιχείρηση ασφαλίζεται υποχρεωτικά με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και με 25 ημέρες ασφάλισης το μήνα (δηλαδή δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής ασφάλισης του συγγενικού προσώπου ως απασχολούμενου με μερική απασχόληση ή για λιγότερες ημέρες ασφάλισης).
Έχει γίνει όμως δεκτό με βάση την Εγκύκλιο 93/1996 από τα όργανα του ΙΚΑ ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτός και μικρότερος αριθμός ημερών ασφάλισης, όταν λόγω της φύσης της επιχείρησης και των εργασιών της, αυτή λειτουργεί ορισμένες μόνο ημέρες το μήνα, ενώ τις υπόλοιπες παραμένει κλειστή (π.χ. κέντρα διασκέδασης), οπότε θα ληφθούν υπόψη οι πραγματικές ημέρες ασφάλισης. Τούτο είναι στην κρίση των οργάνων του ΙΚΑ τα οποία θα πρέπει να διαπιστώσουν τα παραπάνω.
Σημαντική είναι και η διάταξη του άρθρου 7 του Κανονισμού ότι δεν υπάγονται στις διατάξεις του κανονισμού οι σύζυγοι ή συγγενείς α’ βαθμού συγγενείας για προσφερόμενες υπηρεσίες τους μέσα στην κοινή κατοικία τους, εκτός αν πρόκειται για απασχόληση σε επιχειρήσεις με έδρα την κοινή κατοικία τους. Ακόμη, προβλέπεται ότι δεν καλύπτονται ασφαλιστικά οι σύζυγοι και οι α’ βαθμού συγγενείς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ανεγειρόμενες ή επισκευαζόμενες οικοδομές που ανήκουν στις συζύγους ή σε α’ βαθμού συγγενείς, όπου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Ασφάλισης Οικοδομών.
Β. Οι αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4075/2012 ως προς την ασφάλιση των παραπάνω προσώπων που εργάζονται σε οικογενειακές επιχειρήσεις – εισφορές:
Όπως είδαμε παραπάνω, υπήχθησαν στην υποχρεωτική (όχι όμως και αυτοδίκαιη) ασφάλιση του ΙΚΑ τα πρόσωπα που παρέχουν την εργασία τους σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι ή τους συνδέει συγγενική σχέση (α’ ή β’ βαθμού), εφόσον για την εργασία τους αυτή δεν υπάγονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά σε άλλον φορέα κύριας ασφάλισης. Με το άρθρο 1 του Κανονισμού, το οποίο αναλύσαμε, προβλέπεται και μάλιστα ρητά η υπαγωγή των παραπάνω προσώπων στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για όλους του Κλάδους Ασφάλισής του, εξαιρούνταν όμως για τους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ, ΟΕΕ (Οργανισμού Εργατικής Εστίας) και ΟΕΚ (Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας).
Πλέον, με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4075/2012 (ΦΕΚ Α 89/11-4-2012) ορίζεται στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1759/1988 (προστέθηκε εδάφιο) το οποίο προβλέπει «Τα παραπάνω πρόσωπα υπάγονται και στην ασφάλιση όλων των κλάδων και λογαριασμών του ΟΑΕΔ, του ΟΕΚ και του ΟΕΕ». Κατά συνέπεια προβλέπεται ρητώς ότι τα ανωτέρω συγγενικά πρόσωπα υπάγονται (από 11-4-2012/ ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4075/2012) στην ασφάλιση όλων των κλάδων και λογαριασμών του ΟΑΕΔ, του ΟΕΕ και ΟΕΚ. Ο λόγος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση και των εν λόγω Κλάδων και Λογαριασμών που το ΙΚΑ συνεισπράττει (ΟΑΕΔ, ΟΕΕ και ΟΕΚ), όπως προκύπτει και από την ίδια την εισηγητική έκθεση του Ν. 4075/2012 είναι ότι η απασχόληση σε οικογενειακές επιχειρήσεις παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση στην ασφάλισή τους από τους λοιπούς ασφαλισμένους που εργάζονται με παρόμοιες συνθήκες.
Περαιτέρω, λόγω της νέας διάταξης του Ν. 4075/2012, όσοι ασφαλισμένοι προσκομίζουν καταγγελία της σύμβασής τους ή λύση της εργασιακής τους σχέσης από τις 11-04-2012 και μετά (δηλαδή από την έναρξη ισχύος του Ν. 4075/2012) και συγκεντρώνουν βεβαίως και τις λοιπές προϋποθέσεις για την επιδότησή τους, είναι δικαιούχοι τακτικής επιδότησης ανεργίας από τον ΟΑΕΔ. Συνεπώς, θα υπάγονται στην τακτική επιδότηση ανεργίας οι ασφαλισμένοι που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή η λήξη της εργασιακής τους σχέσης συντελείται από την 11-4-2012 και μετά και όχι πριν από την ημερομηνία αυτή, καθόσον το προϊσχύσαν καθεστώς του Ν. 1759/1988 προέβλεπε υπαγωγή μόνο στην ασφάλιση του ΙΚΑ.
Κατά τα λοιπά και πέραν αυτής της αλλαγής, δεν επέρχεται καμία άλλη μεταβολή στο υπάρχον καθεστώς που διέπει την ασφάλιση των προσώπων αυτών, όσον αφορά τη διαδικασία έναρξης, διακοπής της ασφάλισης τους (δηλαδή ισχύουν όλα όσα ειπώθηκαν ως άνω). Απαιτείται δηλαδή για την έναρξη της ασφάλισης έγγραφη αναγγελία στο ΙΚΑ και αντιστοίχως διακοπή της ασφάλισης του συγγενικού προσώπου με έγγραφη αναγγελία στο ΙΚΑ (βλ. αναλυτικά ανωτ.).
Όπως προαναφέρθηκε, ο αριθμός των ημερών που αναγνωρίζεται από το ΙΚΑ κάθε μήνα είναι 25 ημέρες υποχρεωτικά και με καθεστώς πλήρους απασχόλησης (ανεξαρτήτως της πραγματικής διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης). Έτσι, αναγνωρίζονται μία (1) ημέρα ασφάλισης για κάθε ημέρα απασχόλησης και καταβάλλονται εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση (8ωρο ημερησίως, 25 ημέρες μηνιαίως).
Αναφορικά με τα ποσοστά των ασφαλίστρων (ασφαλισμένου και εργοδότη) με το Ν. 4072/2012 αυτά είναι ίδια με όλους του λοιπούς εργαζόμενους που απασχολούνται σε ομοειδείς ειδικότητες και άρχισαν να ισχύουν από τις 11-04-2012, καθότι η απασχόληση σε οικογενειακές επιχειρήσεις παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας. Σε καμία περίπτωση, οι ασφαλιστικές εισφορές δεν μπορεί να υπολογίζονται σε ασφαλιστική κλάση κατώτερη απ’ αυτή που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη που ισχύει κάθε φορά.
[1] Είχε διατυπωθεί παλαιότερα η άποψη ότι μεταξύ συζύγων, λόγω της ηθικής βάσης του γάμου δεν μπορεί να υπάρξει σχέση εξάρτησης κατά την παροχή της εργασίας της συζύγου προς το σύζυγο (ή του συζύγου προς τη σύζυγο). Στην περίπτωση αυτή, η απασχόληση λογίζεται ότι παρέχεται για την ανάπτυξη των κοινών οικονομικών συμφερόντων των συζύγων, δηλαδή αποβλέπει στη βελτίωση της κοινής ουσιαστικά επιχείρησης και επομένως δεν είναι νοητό να απαιτήσει ο ένας από αυτούς αμοιβή από τον άλλο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη να θεωρηθεί ότι παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Συγκεκριμένα, όταν διαπιστώνεται ότι απασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα ως μισθωτοί και από τα επίσημα βιβλία της επιχείρησης προκύπτει καταβολή μισθού για την εργασία τους, ιδιαίτερα δε όταν αποτελούν αυτοτελή οικογένεια η οποία δεν συστεγάζεται με αυτόν. Επίσης, στοιχεία επιβοηθητικά για την κρίση αποτελούν η ηλικία, η κατάσταση της υγείας, η κοινωνική θέση του απασχολούμενου συγγενούς, οι πρόσοδοί του κλπ. Παράλληλα είναι θέμα έρευνας εάν ο συγγενής αντιπροσωπεύει χρήσιμη εργατική δύναμη στην επιχείρηση και εάν ο εργοδότης έχει πραγματικά ανάγκη από τις υπηρεσίες του, καθώς και εάν εκτελεί την εργασία του κανονικά ή όταν αρέσκεται κλπ (βλ. Κων. Δ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική/ Εφαρμογή – Νομολογία – Ερμηνεία, 2014, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 21 επ.).
[2] Βλ. ΑΠ 445/2007 (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και Χαρ. Αγγελόπουλου, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και κριτήρια εξάρτησης, ΕΕργΔ 60. 337 επ.
[3] Ο Ν. 1759/1988 «Ασφαλιστική κάλυψη ανασφάλιστων ομάδων, βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και άλλες διατάξεις» άρχισε να ισχύει από 18-03-1988 (βλ. άρθρο 63 αυτού). Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. ΣτΕ 3498/2005), σε περίπτωση εργασιακής σχέσης μεταξύ συζύγων ή συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγένειας υφιστάμενης προ της έναρξη ισχύος του Ν. 1759/1988, που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ που προβλέπονται από τις γενικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 εδαφ. α’ του α.ν. 1846/1951, δηλαδή αποδεδειγμένη παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής κατά κύριο επάγγελμα, και συνεχιζόμενης και μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 1759/1988, δεν απαιτείται να γίνει μετά τις 18-03-1988 για την ασφάλιση στο ΙΚΑ έγγραφη αναγγελία της ενάρξεως της απασχολήσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ήταν γνωστή στο ΙΚΑ η σχέση εξαρτημένης εργασίας.
[4] Συγγενείς πρώτου (α’) βαθμού εξ αίματος θεωρούνται τα τέκνα με τους γονείς και οι γονείς με τα τέκνα. Συγγενείς δευτέρου (β’) βαθμού εξ αίματος θεωρούνται σε ευθεία γραμμή ο παππούς και η γιαγιά προς τα εγγόνια και σε πλάγια γραμμή τα αδέλφια μεταξύ τους. Οι σύζυγοι δεν συνδέονται με κανενός είδους συγγένεια μεταξύ τους, δηλαδή δεν είναι συγγενείς. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εξ αγχιστείας συγγενείς του εργοδότη υπάγονται στη γενική ρύθμιση, δηλαδή ασφαλίζονται όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι που παρέχουν εξαρτημένη εργασία (σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951), καθόσον οι διατάξεις του Ν. 1759/1988 αναφέρονται μόνο στη συγγένεια εξ αίματος α’ και β’ βαθμού (βλ. ΔιοικΠρωτΑγριν 283/1999, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
[5] Και τούτο διότι ο νόμος αναφέρεται μόνο στους βαθμούς συγγένειας που ήθελε να καλύψει και δεν γίνεται καθόλου λόγος για το αν πρόκειται για χωριστές οικογένειες ή όχι.
[6] Δεδομένου ότι στην αρχή της εγκυκλίου 23/1989 υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες και πριν την ισχύ του Ν. 1759/1988 είχαν ασφαλιστεί κάποια συγγενικά πρόσωπα μετά από έρευνα των πραγματικών στοιχείων της απασχόλησης με βάση τις κοινές διατάξεις υπαγωγής (άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951).
[7] Βλ. ΔιοικΕφΑθ 1147/2001, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
(Το ανωτέρω αποτελεί την εισήγηση της δικηγόρου Μαρίας Τζαβέλα στο πρώτο ημερήσιο συνέδριο οικογενειακής επιχειρηματικότητας που έλαβε χώρα σήμερα, 31/10/2015, στη Θεσσαλονίκη από την Ένωση Οικονομολόγων Συναφών Επιστημόνων και Επιχειρηματιών ΕΟΣΕΕ σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας ΕΣΥΝ)
Μαρία Τζαβέλα
http://efotopoulou.gr