“Οι Διαταγές και η Εκουσία Δικαιοδοσία στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (μετά το Ν. 4335/2015)” [του Κωνσταντίνου Ηρ. Ρήγα, Δ.Ν., Πρωτοδίκη και Εισηγητή των Πτωχεύσεων Πατρών]
Α. Διαταγές
Στο επιγραφόμενο «Διαταγές» Δ΄ Κεφάλαιο του Τέταρτου Βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) ως προς τις ειδικές διαδικασίες συνενώνονται, κατόπιν του Ν. 4335/23-7-2015, σε δύο Τίτλους οι ρυθμίσεις της διαταγής πληρωμής και της διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου. Τούτο, διότι οι εν λόγω διαταγές συνιστούν εκτελεστούς τίτλους, οι οποίοι εκδίδονται με μονομερή διαδικασία και τη μετάθεση του δικαιώματος ακρόασης του καθ’ ου στο στάδιο που επακολουθεί την έκδοσή τους και την άσκηση κατ’ αυτών ανακοπής. Η διαταγή πληρωμής διέπεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 623-636 ΚΠολΔ (Τίτλος Ι, πρώην ά. 623-634 ΚΠολΔ) και η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου απ’ αυτές των άρθρων 637-645 του ίδιου κώδικα (Τίτλος ΙΙ, πρώην ά. 662Α-662Θ ΚΠολΔ). Εξετάζονται λοιπόν εν συνεχεία οι σημαντικότερες τροποποιήσεις των ρυθμίσεων των διαταγών, οι οποίες επέρχονται διά του Ν. 4335/2015 και θα ισχύσουν, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου ένατου του νόμου αυτού, από την 1-1-2016.
Ι. Διαταγή πληρωμής[1]
1. Η προσθήκη στο άρθρο 623 ΚΠολΔ της προϋπόθεσης της ιδιωτικού δικαίου διαφοράς
Στη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ εισάγεται ως προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής να πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά, δηλαδή η απαίτηση να υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τούτο συνάγεται επίσης ευχερώς από το συνδυασμό των ρυθμίσεων των άρθρων 1στοιχ.α και 591§1εδ.α ΚΠολΔ, αλλά και από το άρθρο 94 του Συντάγματος, οπότε η προδιαληφθείσα προσθήκη θα μπορούσε να παραλειφθεί[2]. Πρέπει πάντως να συσχετισθεί με τις διατάξεις των άρθρων 272Α επ. ΚΔΔ/μίας, οι οποίες προστέθηκαν μέσω του άρθρου 1 Ν. 4329/2015 και διέπουν την έκδοση διαταγής πληρωμής ως προς μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.
2. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 624§2 ΚΠολΔ
Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 624 ΚΠολΔ, η οποία προέρχεται από το εκπονηθέν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Κλαμαρή Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[3], καταργείται εν πρώτοις η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση να μη διαμένει ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής στην αλλοδαπή κατά το χρόνο της έκδοσής της, με συνέπεια να είναι πλέον επιτρεπτή η έκδοση διαταγής πληρωμής εναντίον προσώπων που έχουν γνωστή κατοικία, έδρα ή διαμονή οπουδήποτε στην αλλοδαπή[4]. Διατηρείται άλλωστε η απαγόρευση της έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά προσώπου αγνώστου διαμονής, εκτός αν έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο, ήτοι μέσω δήλωσης στη γραμματεία του οριζόμενου στο άρθρο 142 ΚΠολΔ Πρωτοδικείου ή ρήτρας σε σύμβαση, διαφορετικά η διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη, πλην όχι αυτοδικαίως, αλλά ακυρώνεται κατόπιν της άσκησης ανακοπής[5].
Η προαναφερθείσα ρύθμιση σχετικά με τα πρόσωπα που κατοικούν, εδρεύουν ή διαμένουν στην αλλοδαπή έχει ως ratio τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών των διασυνοριακών επιδόσεων, εξαιτίας της ισχύος αφενός, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), του Κανονισμού (Καν) 1393/2007 για τις επιδόσεις και αφετέρου, στις σχέσεις της Ελλάδας με πολλές άλλες χώρες, της πολυμερούς Σύμβασης της Χάγης της 15-11-1965, που κυρώθηκε από την Ελλάδα διά του Ν. 1334/1983 (ά. 28§1 του Συντάγματος), ως προς την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή. Από το πεδίο ισχύος των προμνημονευθέντων νομοθετημάτων περί των διασυνοριακών επιδόσεων εξαιρούνται ωστόσο οι αφορώσες πρόσωπα αγνώστου διαμονής, οπότε είναι δικαιολογημένη η διατήρηση της αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος τέτοιων προσώπων, προκειμένου να διαφυλάσσεται το καθιερούμενο μέσω των διατάξεων των άρθρων 20§1 του Συντάγματος, 47§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και 6§1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα ακρόασης του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, εκτός αν έχει νόμιμα διορισθεί αντίκλητος[6].
Όταν επομένως ο γνωστός τόπος της κατοικίας, της έδρας ή της διαμονής του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής οφειλέτη ευρίσκεται εντός της Ε.Ε., εφαρμόζονται, για τη διασυνοριακή επίδοση τόσο της διαταγής πληρωμής σ’ αυτόν (ά. 630Α ΚΠολΔ) όσο και της εκ μέρους του ανακοπής προς τον κατοικούντα, εδρεύοντα ή διαμένοντα στην Ελλάδα υπέρ ου η διαταγή πληρωμής δανειστή (ά. 632 και 633§2 ΚΠολΔ), οι ρυθμίσεις του προειρημένου Κανονισμού 1393/2007. Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη του άρθρου 7§1 του Κανονισμού αυτού, η ειδικότερη διαδικασία της προδιαληφθείσας επίδοσης διέπεται κατ’ αρχήν από το δίκαιο του κράτους μέλους της κατοικίας, της έδρας ή της διαμονής του προς ον η επίδοση[7].
Η ρύθμιση του άρθρου 636 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει περαιτέρω ότι «σε περίπτωση επίδοσης στο εξωτερικό (σ.σ. της διαταγής πληρωμής), για την έναρξη της προθεσμίας ανακοπής των άρθρων 632 και 633 παράγραφος 2, η επίδοση θεωρείται ότι συντελέσθηκε κατά τον χρόνο που προβλέπει το δίκαιο του κράτους της διαμονής του παραλήπτη ή κατά τον χρόνο της πραγματικής παραλαβής, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο ή δικαστική ομολογία», αποκλίνει από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 136§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η επίδοση στην αλλοδαπή συντελείται με την παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στη διαβιβάζουσα αρχή, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του. Η προαναφερθείσα ειδικότερη ρύθμιση αποσκοπεί στην πληρέστερη πραγμάτωση του δικαιώματος ακρόασης του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, εναρμονιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 9§1 του προμνημονευθέντος Κανονισμού, που υπερισχύει εντούτοις, προβλέπει ότι η ημερομηνία της επίδοσης καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της παραλαβής και τυγχάνει αποκλειστικής εφαρμογής στην περίπτωση που ο ανακόπτων κατοικεί, διαμένει ή εδρεύει σε έτερο κράτος μέλος της Ε.Ε.[8]. Η ρύθμιση του άρθρου 636 ΚΠολΔ εφαρμόζεται συνεπώς μόνο σε επιδόσεις στην Ελλάδα ή σε χώρες εκτός της Ε.Ε. Ο εισαγόμενος με τη διάταξη αυτήν εναλλακτικός χρόνος της αποδεικνυόμενης εγγράφως ή με δικαστική ομολογία πραγματικής παραλαβής της διαταγής πληρωμής αποκτά εξάλλου σημασία, όταν η πραγματική παραλαβή πραγματοποιείται σε διαφορετικό χρόνο από τη συντέλεση της επίδοσης κατά το δίκαιο του κράτους της κατοικίας, της έδρας ή της διαμονής του παραλήπτη[9].
Ελλείψει ωστόσο ειδικότερης ρύθμισης σχετικά αφενός με τον υπολογισμό της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 630Α§1εδ.α ΚΠολΔ δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας επίδοσης της διαταγής πληρωμής στον καθ’ ου και αφετέρου με τον προσδιορισμό του χρόνου της ολοκλήρωσης της σύνθετης διαδικαστικής πράξης της άσκησης της ανακοπής από τον καθ’ ου, η οποία συνίσταται στην κατάθεση και την επίδοσή της, ως χρόνος συντέλεσης της οικείας επίδοσης νοείται, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 136§1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς αυτήν του άρθρου 134 του ίδιου κώδικα, η ημέρα παράδοσης της διαταγής πληρωμής ή της ανακοπής αντιστοίχως στη διαβιβάζουσα αρχή[10]. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση της διαταγής πληρωμής, ή ο δανειστής, στον οποίο πραγματοποιείται η επίδοση της ανακοπής, κατοικεί, εδρεύει ή διαμένει σε κράτος μέλος της Ε.Ε., τυγχάνει άλλωστε εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 9§2 Καν 1393/2007, δυνάμει της οποίας «όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού».
3. Η προσθήκη στο άρθρο 630Α ΚΠολΔ του όρου «αυτοδικαίως»
Στη ρύθμιση του άρθρου 630Α ΚΠολΔ συμπληρώνεται ορθά ότι η παύση της ισχύος της διαταγής πληρωμής, σε περίπτωση μη επίδοσής της στον καθ’ ου εντός της εκεί προβλεπόμενης δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, τυγχάνει αυτοδίκαιη[11]. Τούτο γινόταν ήδη ερμηνευτικά δεκτό και έχει ως συνέπεια ότι δεν απαιτείται η άσκηση κατά της μη επιδοθείσας μέσα στην προειρημένη προθεσμία διαταγής πληρωμής ανακοπής, ώστε να ακυρωθεί[12]. Η αποκλειστική αυτή προθεσμία ισχύει μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν η επίδοση της διαταγής πληρωμής πρόκειται να λάβει χώρα στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, όπερ έχει ως απότοκο να είναι στην τελευταία περίπτωση ιδιαίτερα σύντομη[13].
4. Η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής
Διατηρείται εν πρώτοις η διάταξη του άρθρου 631εδ.α ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό». Η περί ης ο λόγος άμεση εκτελεστότητα της ελληνικής διαταγής πληρωμής δεν μπορεί εντούτοις να αναπτυχθεί σε έτερα κράτη μέλη της Ε.Ε., δοθέντος ότι προσκρούει στις ρυθμίσεις των άρθρων 39, 45§1στοιχ.β και 46 του Κανονισμού 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», διά του οποίου αντικαταστάθηκε ο Καν 44/2001. Προκύπτει επομένως, στο πλαίσιο σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας της προδιαληφθείσας διάταξης του ΚΠολΔ, ότι η εκτελεστότητα της ελληνικής διαταγής πληρωμής συμβαδίζει με τις προαναφερθείσες υπερισχύουσες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, μόνον εφόσον έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή αυτή ασκήθηκε και απορρίφθηκε ή έγινε εν μέρει δεκτή[14].
Αντιθέτως, στα άρθρα 1422 και 1423 του γαλλικού ΚΠολΔ (Code de Procédure Civile, CPC) ορίζεται για παράδειγμα ότι η διαταγή πληρωμής (injonction de payer, ά. 1405 επ. CPC) περιβάλλεται, κατόπιν αίτησης του δανειστή, τον εκτελεστήριο τύπο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός είτε από την πάροδο μηνός από την επίδοση αυτής στον οφειλέτη και τη μη άσκηση εκ μέρους του ανακοπής («αντίρρησης», opposition) είτε από την παραίτηση εκ της ασκηθείσας ανακοπής. Η διαταγή πληρωμής εξομοιώνεται τότε με δικαστική απόφαση εκδοθείσα κατ’ αντιμωλίαν (ά. 1420 CPC). Στο γερμανικό ΚΠολΔ (Zivilprozessordnung, ZPO) προβλέπεται αντιστοίχως ότι ο εκτελεστήριος τύπος χορηγείται στη διαταγή πληρωμής (Mahnverfahren, §§688 επ. ZPO) ύστερα από αίτηση του δανειστή μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον οφειλέτη και τη μη άσκηση απ’ αυτόν ανακοπής («αντίρρησης», Widerspruch), εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και μέχρι την έκδοση της διαταγής εκτέλεσης. Αν η διαταγή πληρωμής δεν προσβληθεί, καθίσταται εκτελεστή, εξομοιούμενη με ερήμην απόφαση κηρυχθείσα προσωρινώς εκτελεστή (§§699 και 700 ZPO). Σε περίπτωση προσβολής της διαταγής πληρωμής, αυτή υποκαθίσταται, στο γαλλικό και το γερμανικό δίκαιο, από την εκδιδόμενη κατόπιν των αντιρρήσεων απόφαση. Η αναιτιολόγητη δήλωση αντιρρήσεων από τον οφειλέτη κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Κανονισμού 1896/2006, επί διασυνοριακών υποθέσεων αναφυόμενων εντός της Ε.Ε., κωλύει επίσης οριστικά την κήρυξη της εκτελεστότητας αυτής, διότι η διαφορά μεταφέρεται στην τακτική αστική διαδικασία (ά. 2-4 και 16-18 του προδιαληφθέντος Κανονισμού)[15].
Ενόψει των προλεχθέντων θεσπίζεται, μέσω της νέας διάταξης του άρθρου 631εδ.β ΚΠολΔ, εξαίρεση από την προμνημονευθείσα άμεση εκτελεστότητα της ελληνικής διαταγής πληρωμής. Ορίζεται πιο συγκεκριμένα ότι «κατ’ εξαίρεση αναστέλλεται η εκτελεστότητα διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724». Η προειρημένη ρύθμιση εφαρμόζεται μάλιστα, ακόμη κι αν η εκτέλεση εναντίον προσώπου κατοικούντος, εδρεύοντος ή διαμένοντος στην αλλοδαπή επισπεύδεται σε περιουσιακά του στοιχεία ευρισκόμενα στην Ελλάδα[16]. Εισάγεται έτσι διαφοροποίηση ως προς τις προϋποθέσεις της έναρξης της εκτελεστότητας επί τη βάσει του τόπου της κατοικίας, της έδρας ή της διαμονής του καθ’ ου εντός της Ε.Ε., που αποβαίνει εις βάρος των εχόντων γνωστή κατοικία, έδρα ή διαμονή στην ημεδαπή καθ’ ων, εγείροντας ζήτημα συμβατότητάς της προς το ενωσιακό δίκαιο[17].
Η προδιαληφθείσα αναστολή της εκτελεστότητας της εκδιδόμενης εναντίον προσώπων είτε αγνώστου διαμονής με νόμιμα διορισμένο αντίκλητο είτε κατοικούντων, εδρευόντων ή διαμενόντων στην αλλοδαπή διαταγής πληρωμής δεν αποδυναμώνει ωστόσο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 631εδ.β ΚΠολΔ, αυτήν ως τίτλο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 724§1 ΚΠολΔ, δηλαδή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτων του οφειλέτη και της συντηρητικής κατάσχεσης κινητών, ακινήτων, ειδικών περιουσιακών στοιχείων αυτού καθώς και κινητών ή απαιτήσεών του εις χείρας τρίτων. Τα προαναφερθέντα ασφαλιστικά μέτρα παρέχουν λοιπόν κατ’ αρχήν επαρκή εξασφάλιση στο δανειστή κατά τη διάρκεια της προμνημονευθείσας αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής. Διαφέρει ως εκ τούτου το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης των προειρημένων ασφαλιστικών μέτρων κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 724 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής μπορεί µε αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 παρ. 1, να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση ή η διαταγή πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πιθανολογείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης». Εξισορροπούνται έτσι τα συμφέροντα δανειστή και οφειλέτη, δοθέντος ότι εμποδίζεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, δίχως να αναιρείται η εξασφάλιση του δανειστή[18].
Αν όμως το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας και της άσκησης της ανακοπής επεκτεινόταν, όπως ισχύει για παράδειγμα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, στη Γαλλία, τη Γερμανία και ως προς την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ώστε η επισπευδόμενη επί τη βάσει ελληνικής διαταγής πληρωμής αναγκαστική εκτέλεση να πραγματοποιείται μόνο μετά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή την τελεσίδικη απόρριψη ή εν μέρει παραδοχή αυτής, θα κατοχυρωνόταν πληρέστερα, ενόψει των ρυθμίσεων των άρθρων 47§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και 6§1 της Ε.Σ.Δ.Α., το δικαίωμα ακρόασης του καθ’ ου και θα εξελισσόταν ο ήδη επιτυχημένος θεσμός της ελληνικής διαταγής πληρωμής σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα ευρωπαϊκά πρότυπα[19]. Στην πράξη έχει πάντως καθιερωθεί ένα τέτοιο οιονεί ανασταλτικό αποτέλεσμα, διότι οι δανειστές επιδεικνύουν συνήθως απροθυμία να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση της εκδοθείσας υπέρ αυτών ελληνικής διαταγής πληρωμής, εωσότου παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή εκδοθεί επ’ αυτής τελεσίδικη απόφαση.
5. Το αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δικαστήριο
Στη ρύθμιση του άρθρου 632§1εδ.α ΚΠολΔ ορίζεται εύστοχα, όπως πριν από το Ν. 4055/2012, ότι η στρεφόμενη εναντίον διαταγής πληρωμής ανακοπή εκδικάζεται από το σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις καθ’ ύλην αρμόδιο ως προς την ενσαρκούμενη απαίτηση δικαστήριο (ά. 7 επ. ΚΠολΔ) του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής, άρα και από το Πολυμελές Πρωτοδικείο κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ, και όχι πλέον από το εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο. Η εν λόγω ανακοπή δικάζεται συνεπώς από το δικαστήριο που παρέχει όλα τα εχέγγυα ορθής κρίσης για την ύπαρξη της αξίωσης, το οποίο έγκειται σ’ αυτό που θα δίκαζε τη διαφορά, αν ο δανειστής ακολουθούσε τη διαγνωστική διαδικασία (πρβλ. το ά. 628§3 ΚΠολΔ). Η επιλογή απ’ αυτόν της μονομερούς διαδικασίας της διαταγής πληρωμής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μείωση των προαναφερθεισών εγγυήσεων εις βάρος του οφειλέτη (βλ. και το ά. 331 ΚΠολΔ)[20].
6. Οι προθεσμίες άσκησης και η διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής
Η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ ασκείται παραδεκτά μέσα σε προθεσμία αφενός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής στον έχοντα γνωστή κατοικία, έδρα ή διαμονή στην Ελλάδα οφειλέτη και αφετέρου τριάντα εργάσιμων ημερών από το ίδιο εναρκτήριο χρονικό σημείο, όταν ο καθ’ ου είτε είναι αγνώστου διαμονής και έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο είτε κατοικεί, εδρεύει ή διαμένει στην αλλοδαπή (βλ. επίσης το ά. 144 του προμνημονευθέντος κώδικα)[21]. Η αποκλειστική προθεσμία άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633§2 ΚΠολΔ συνίσταται εντούτοις, σε κάθε περίπτωση, σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επομένη της δεύτερης επίδοσης της διαταγής πληρωμής, εφόσον δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ (βλ. και το ά. 636 του ίδιου κώδικα). Η προθεσμία άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633§2 ΚΠολΔ αποβαίνει συνεπώς υπερβολικά σύντομη σε σχέση με τους αγνώστου διαμονής και τους κατοικούντες, εδρεύοντες ή διαμένοντες στην αλλοδαπή οφειλέτες και θα έπρεπε ως εκ τούτου να διευρυνθεί νομοθετικά. Εντός της οικείας αποκλειστικής προθεσμίας απαιτείται μάλιστα όχι απλώς να κατατίθεται το δικόγραφο της ανακοπής στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, αλλά και να επιδίδεται αντίγραφό της στον καθ’ ου η ανακοπή δανειστή. Σε διαφορετική περίπτωση, η ανακοπή απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Δεν αποκλείεται όμως η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος που απώλεσε την προθεσμία στρεφόμενης εναντίον διαταγής πληρωμής ανακοπής (ά. 152 επ. ΚΠολΔ)[22].
Οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633§2 ΚΠολΔ εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, στην οποία τυγχάνουν κατ’ αρχήν εφαρμογής οι ρυθμίσεις των άρθρων 614 επ., 591 ΚΠολΔ και όσες απ’ αυτές των άρθρων 1-590 του ίδιου κώδικα συνάδουν προς τη φύση των ειδικών διαδικασιών[23]. Αν λοιπόν η ενσαρκούμενη στη διαταγή πληρωμής αξίωση εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 614 ΚΠολΔ, όπου καθορίζονται οι υπαγόμενες στην περί ης ο λόγος ειδική διαδικασία περιουσιακές διαφορές, εφαρμόζονται εν πρώτοις οι διέπουσες την οικεία διαφορά ειδικότερες διατάξεις, ήτοι των μισθωτικών, των εργατικών διαφορών, εκείνων από αμοιβές και πιστωτικούς τίτλους, ενώ συμπληρωματικά αυτές του άρθρου 591 ΚΠολΔ και όσες από τις ρυθμίσεις των άρθρων 1-590 ΚΠολΔ δεν αντιβαίνουν στις προειρημένες διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών. Στην περίπτωση ωστόσο που δεν πρόκειται in concreto για κάποια από τις ρητώς προβλεπόμενες στο άρθρο 614 ΚΠολΔ διαφορές, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι, όταν η ενσαρκούμενη στη διαταγή πληρωμής απαίτηση υπάγεται στην τακτική διαδικασία ή άπτεται διατροφής, τυγχάνουν ως προς την ειδική διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής εφαρμογής κατ’ αρχήν οι ρυθμίσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ και όσες απ’ αυτές των άρθρων 1-590 του ίδιου κώδικα συνάδουν με τη φύση των ειδικών διαδικασιών. Στις απορρέουσες εκ του οικογενειακού δικαίου περιουσιακές διαφορές, όπως είναι οι αξιώσεις διατροφής και συμμετοχής στα αποκτήματα, τυγχάνει μάλιστα τελολογικά ορθότερη η ενεργοποίηση και των ειδικότερων διατάξεων των άρθρων 593 επ. ΚΠολΔ ως προς τις οικογενειακές διαφορές (βλ. το ά. 592§3στοιχ.α,δ του ίδιου κώδικα). Δεν εφαρμόζονται επομένως οι ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ περί της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, δοθέντος ότι δε συμβιβάζονται με τη ratio των ειδικών διαδικασιών ούτε η συστηματικά και τελολογικά ενταγμένη στην τακτική διαδικασία διάταξη του άρθρου 215§2 του ίδιου κώδικα, η οποία επιτάσσει την επίδοση της αγωγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ή εξήντα ημερών στον εναγόμενο ανάλογα με τη διαμονή του, διότι θεωρείται αλλιώς ως μη ασκηθείσα[24]. Αντιθέτως, οι προτάσεις κατατίθενται, σε κάθε περίπτωση, επί της έδρας, τα περιεχόμενα σ’ αυτές μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται, επί ποινή απαραδέκτου, επιπροσθέτως προφορικά με καταχώριση στα πρακτικά, αλλά συνοπτικά, όλα τα αποδεικτικά μέσα προσάγονται το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και η προσθήκη στις προτάσεις κατατίθεται έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση (ά. 591§1στοιχ.γ,δ,ε,στ ΚΠολΔ), ενώ πρόσθετοι λόγοι ανακοπής δύνανται να ασκηθούν, κατ’ άρθρο 585§2 ΚΠολΔ, με πρόσθετο δικόγραφο κατατιθέμενο στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, και επιδιδόμενο στον καθ’ ου οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της ανακοπής. Η υπόθεση εγγράφεται πάντοτε στο πινάκιο (ά. 591§1εδ.α και 226 ΚΠολΔ), η συζήτησή της είναι προφορική (ά. 591§2 ΚΠολΔ) και μπορούν να εξετασθούν σ’ αυτή μάρτυρες (ά. 591§5, 340 και 393 επ. ΚΠολΔ).
7. Η ερημοδικία του ανακόπτοντος
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 632§7 ΚΠολΔ, «αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή». Η διάταξη αυτή κινείται, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, προς την ορθή κατεύθυνση και δεν είναι περιττή, δεδομένου ότι το θεσπιζόμενο διά του άρθρου 272 ΚΠολΔ τεκμήριο της ερημοδικίας του ενάγοντος δεν ισχύει, μέσω της ρύθμισης του άρθρου 591§1εδ.α του ίδιου κώδικα, σε όλες τις περιουσιακές διαφορές (βλ. τα ά. 595, σε συνδ. προς το ά. 592§3, και 621§2εδ.β ΚΠολΔ). Η ερημοδικία του επέχοντος in casu τη δικονομική θέση ενάγοντος ανακόπτοντος συνεπάγεται έτσι την απόρριψη των ανακοπών των άρθρων 632 και 633§2 ΚΠολΔ επί της ουσίας.
Σε περίπτωση ερημοδικίας του καθ’ ου η ανακοπή ισχύει κατ’ αρχήν, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 591§1εδ.α ΚΠολΔ, η ρύθμιση του άρθρου 271 του ίδιου κώδικα για το τεκμήριο της ερημοδικίας του εναγομένου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι τα περιεχόμενα στους λόγους ανακοπής πραγματικά περιστατικά θεωρούνται ομολογημένα, όταν επιτρέπεται ομολογία, και γίνονται αυτοί δεκτοί, εφόσον κρίνονται νόμω βάσιμοι και δεν υπάρχει ένσταση αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη. Αν αντιθέτως πρόκειται περί εργατικής διαφοράς ή πηγάζουσας εκ του οικογενειακού δικαίου περιουσιακής, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ά. 595 και 621§2εδ.β ΚΠολΔ).
8. Η αίτηση αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής
Η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν αναστέλλει την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο, ο δικαστής του οποίου εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί εντούτοις, κατόπιν εκδικαζόμενης με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ά. 686 επ. του ίδιου κώδικα) αίτησης του ανακόπτοντος, να χορηγήσει, με ή δίχως εγγύηση, την αναστολή της εκτελεστότητας της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ώσπου να εκδοθεί οριστική πια και όχι τελεσίδικη απόφαση επί της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, εφόσον αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου της[25]. Δεν εμποδίζεται μάλιστα τότε, όπως συμβαίνει και με την εκ του νόμου και δη της διάταξης του άρθρου 631εδ.β ΚΠολΔ αναστολή της εκτελεστότητας της εκδιδόμενης εναντίον προσώπων είτε αγνώστου διαμονής με νόμιμα διορισμένο αντίκλητο είτε εχόντων γνωστή κατοικία, έδρα ή διαμονή στην αλλοδαπή διαταγής πληρωμής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 του προδιαληφθέντος κώδικα, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 724 ΚΠολΔ (ά. 632§3 του προαναφερθέντος κώδικα)[26]. Καταργείται εξάλλου η περιλαμβανόμενη στην ίδια παράγραφο του άρθρου 632 ΚΠολΔ ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η αίτηση αναστολής κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της ανακοπής και συζητείται υποχρεωτικά κατά την ορισθείσα δικάσιμο αυτής. Η εν λόγω διάταξη, η οποία είχε ως σκοπό την επιτάχυνση των σχετικών δικών και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από τις υποθέσεις των ασφαλιστικών μέτρων, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην πέμπτη παράγραφο του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015 ορίζεται λοιπόν ότι «αιτήσεις αναστολής, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 632 και 938, για τις οποίες έχει χορηγηθεί προσωρινή διαταγή και οι οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς για να συζητηθούν κατά την ίδια δικάσιμο με την ανακοπή, εκδικάζονται υποχρεωτικά μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ύστερα από κλήση οποιουδήποτε διαδίκου, που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευσή του, διαφορετικά παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής».
Δυνάμει κατ’ επέκταση της ρύθμισης του άρθρου 632§4εδ.α ΚΠολΔ, αν ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση κατά της οριστικής απόφασης επί της ανακοπής, το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο μπορεί μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη εκδικαζόμενη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ά. 686 επ. του ίδιου κώδικα), να αναστείλει, με ή χωρίς εγγύηση, ολικά ή εν μέρει την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης και εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής. Σύμφωνα άλλωστε με τη διάταξη του άρθρου 632§4εδ.β ΚΠολΔ, το δικαστήριο που δικάζει την έφεση δύναται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και σε κάθε στάση της δίκης, να αναστείλει, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη υποβαλλόμενης με το δικόγραφο της έφεσης ή τις προτάσεις του, την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής. Η προμνημονευθείσα ρύθμιση του άρθρου 632§4 ΚΠολΔ αντιστοιχεί επομένως στις αφορώσες την αναστολή της εκτελεστότητας οριστικής απόφασης κηρυχθείσας προσωρινώς εκτελεστής διατάξεις των άρθρων 912 και 913 του ίδιου κώδικα. Η εισαγόμενη διά της ρύθμισης του άρθρου 632§4 ΚΠολΔ δυνατότητα αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής παρέχεται και στην περίπτωση που δεν είχε χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου (ά. 632§5 του προειρημένου κώδικα), ενώ επί της ανακοπής του άρθρου 633§2 ΚΠολΔ χωρεί μόνον αυτή της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 632 του ίδιου κώδικα, κατ’ αποκλεισμό της αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 631εδ.β και 632§3 ΚΠολΔ (ά. 633§2εδ.β του προαναφερθέντος κώδικα). Η αναστολή της εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος προβλέπεται έτσι πλέον ορθά κατά στάδια.
9. Η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής και της αναγκαστικής εκτέλεσης
Όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση επί τη βάσει διαταγής πληρωμής, ο οφειλέτης δύναται να αμυνθεί, ασκώντας αφενός την ανακοπή του άρθρου 632 ή 633§2 ΚΠολΔ και αφετέρου τη στρεφόμενη κατά των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα. Η διάταξη του άρθρου 632§6 ΚΠολΔ ορίζει πλέον ρητώς ότι με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη ρύθμιση του άρθρου 218§1 του προδιαληφθέντος κώδικα προϋποθέσεις, να σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση των πράξεων της επισπευδόμενης επί τη βάσει της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αναγκαστικής εκτέλεσης. Η προαναφερθείσα δυνητική σώρευση συμβάλλει σημαντικά στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης.
Αμφότερες οι υπό εξέταση ανακοπές εκδικάζονται εν πρώτοις με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ά. 632§2εδ.β και 937§3 ΚΠολΔ). Δεν εμπίπτουν εντούτοις πάντοτε στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, αφού η στρεφόμενη εναντίον διαταγής πληρωμής ανακοπή εκδικάζεται από το σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις καθ’ ύλην αρμόδιο ως προς την ενσαρκούμενη απαίτηση δικαστήριο (ά. 7 επ. ΚΠολΔ) του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής, άρα και από το Πολυμελές Πρωτοδικείο κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ (ά. 632§1εδ.α του ίδιου κώδικα), ενώ η στρεφόμενη εναντίον της αναγκαστικής εκτέλεσης ανακοπή υπάγεται μόνο στο Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, ανάλογα με το δικαστήριο, στο οποίο ανήκει ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση ακολούθησαν έτερες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, ή, αλλιώς, της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων των ειδικών διαδικασιών (ά. 933§§1,3 και 584 ΚΠολΔ). Σύμφωνα περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 933§5 ΚΠολΔ, οι αποσβεστικοί της ενσαρκούμενης στον εκτελεστό τίτλο αξίωσης ισχυρισμοί αποδεικνύονται, ως λόγοι της ανακοπής του άρθρου 933, αποκλειστικά με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, όπερ δεν ισχύει επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, με συνέπεια να δύναται in concreto να προκληθεί από τη σώρευση των προμνημονευθεισών ανακοπών κίνδυνος σύγχυσης (βλ. όμως και το ά. 933§4 ΚΠολΔ). Η απόφαση επί ανακοπής κατά αναγκαστικής εκτέλεσης επισπευδόμενης δυνάμει διαταγής πληρωμής υπόκειται εξάλλου μόνο σε έφεση (ά. 937§1στοιχ.β ΚΠολΔ), ενώ η απόφαση επί στρεφόμενης εναντίον διαταγής πληρωμής ανακοπής προσβάλλεται κατ’ αρχήν με όλα τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα (πρβλ. το ά. 622Β§4 ΚΠολΔ).
Η συνδρομή των προϋποθέσεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 218 ΚΠολΔ σχετικά με τη σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των ανακοπών των άρθρων 632 (ή 633§2) και 933, δηλαδή ιδίως αφενός της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου για αμφότερες τις σωρευόμενες ανακοπές και αφετέρου της μη πρόκλησης εντεύθεν κινδύνου σύγχυσης, πρέπει επομένως να διαπιστώνεται ad hoc. Δεν αποκλείεται να πληρούνται in casu. Αν ωστόσο δε συντρέχουν σωρευτικά, οι σωρευθείσες ανακοπές δεν απορρίπτονται ως απαράδεκτες, αλλά διατάσσεται, ύστερα από αίτηση ή αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός τους και εφαρμόζονται, σε περίπτωση καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητας, οι ρυθμίσεις των άρθρων 46 και 47 ΚΠολΔ (ά. 218§2 του ίδιου κώδικα)[27].
ΙΙ. Διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου[28]
Με το Ν. 4335/2015 διατηρούνται ως επί το πλείστον, κατόπιν περιορισμένων νομοτεχνικών βελτιώσεων, οι επιτυχημένες ρυθμίσεις του Ν. 4055/2012 περί της διαταγής απόδοσης της χρήσης μίσθιου ακινήτου, οι οποίες καθιερώνουν µια δίκαιη ισορροπία στα συμφέροντα των εκμισθωτών και των μισθωτών[29]. Αξίζει ως εκ τούτου να αναλυθούν αφενός η περιεχόμενη στη διάταξη του άρθρου 637εδ.β ΚΠολΔ έννοια της επανειλημμένης καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, ως λόγου αποκλεισμού της εκεί προβλεπόμενης δυνατότητας του μισθωτή να αποτρέψει την εις βάρος αυτού έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου ένεκα της εκ μέρους του αποδεικνυόμενης εγγράφως καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων εντός του τουλάχιστον δεκαπενθήμερου χρονικού διαστήματος με αφετηρία την επίδοση με δικαστικό επιμελητή της έγγραφης όχλησης του μισθωτή από τον εκμισθωτή για την καταβολή τους και λήξη την κατάθεση της αίτησης ως προς την έκδοση της διαταγής, και αφετέρου η διαδικασία εκδίκασης της στρεφόμενης εναντίον διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ανακοπής (ά. 642εδ.β ΚΠολΔ)[30].
1. Η επανειλημμένη δυστροπία του άρθρου 637 ΚΠολΔ
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 637 ΚΠολΔ, «κατά τις διατάξεις των άρθρων 638 έως 645, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η έναρξη της μίσθωσης αποδεικνύεται εγγράφως, και εφόσον έχει επιδοθεί έγγραφη όχληση με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων εντός του δεκαπενθημέρου, αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, εκτός αν υπάρχει επανειλημμένη καθυστέρηση από δυστροπία. Επίδοση έγγραφης όχλησης απαιτείται μόνο την πρώτη φορά». Διά του Ν. 4335/2015 προστίθεται συνεπώς η εκ μέρους του μισθωτή επανειλημμένη καθυστέρηση από δυστροπία να καταβάλει το μίσθωμα ως λόγος αποκλεισμού της δυνατότητάς του να αποτρέψει την έκδοση εις βάρος αυτού, κατόπιν αίτησης του εκμισθωτή, διαταγής απόδοσης της χρήσης του μίσθιου ακινήτου. Επανειλημμένη δυστροπία υφίσταται εν προκειμένω, όπως, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη[31], στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 618εδ.β (πρώην ά. 661εδ.β) ΚΠολΔ, όταν ο μισθωτής καθυστερεί υπαιτίως, παρά τις σχετικές δικαστικές ή εξώδικες έγγραφες οχλήσεις του εκμισθωτή ή τις προφορικές ακόμη διαμαρτυρίες του, την καταβολή των μισθωμάτων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, ήτοι έστω δύο ή πλειόνων συνεχόμενων μισθωμάτων, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο που να ενδεικνύει in concreto εμμονή του μισθωτή στη μη τακτική εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης αυτού για την πληρωμή του μισθώματος, δίχως να έχει σημασία το χρονικό διάστημα που διέρρευσε ανάμεσα στις τουλάχιστον δύο καθυστερήσεις δύο συνολικά ή περισσότερων συνεχόμενων ή μη μισθωμάτων, υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι επί δύο συνεχόμενων μισθωμάτων μεσολαβεί ως προς την καθυστέρηση καθενός εξ αυτών όχληση ή προφορική διαμαρτυρία στο μισθωτή, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης πλειόνων συνεχόμενων μισθωμάτων πραγματοποιούνται τουλάχιστον δύο οχλήσεις ή προφορικές διαμαρτυρίες γι’ αυτά.
Επί επανειλημμένης δυστροπίας του μισθωτή αναφορικά με την καταβολή του μισθώματος, ο εκμισθωτής δύναται λοιπόν να επιτύχει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, ακόμη κι αν λάβει χώρα εγγράφως αποδεικνυόμενη καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων εντός του τουλάχιστον δεκαπενθήμερου χρονικού διαστήματος με αφετηρία την επίδοση με δικαστικό επιμελητή της προβλεπόμενης εκ της ρύθμισης του άρθρου 637εδ.α ΚΠολΔ έγγραφης όχλησης του μισθωτή από τον εκμισθωτή για την πληρωμή τους και λήξη την υποβολή της αίτησης ως προς την έκδοση της διαταγής, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να έχει κατατεθεί εναντίον του μισθωτή και άλλη αίτηση για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου (ά. 637εδ.β του ίδιου κώδικα). Αν πάντως είχε υποβληθεί προηγούμενη αίτηση και απετράπη εξαιτίας της προειρημένης καταβολής η έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, δε χρειάζεται η επίδοση με δικαστικό επιμελητή στο μισθωτή νέας έγγραφης όχλησης από τον εκμισθωτή (ά. 637εδ.γ ΚΠολΔ). Ο ισχυρισμός του τελευταίου περί επανειλημμένης δυστροπίας του μισθωτή δε συνιστά άλλωστε στοιχείο της αίτησης ως προς την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, η βάση της οποίας έγκειται στην απλή δυστροπία, αλλά αντένσταση εναντίον της περιεχόμενης στην ανακοπή του άρθρου 642 ΚΠολΔ κατά της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου ένστασης του μισθωτή ότι έχει καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα μέσα στην προδιαληφθείσα προθεσμία του άρθρου 637 (εδ.α,β) του ίδιου κώδικα.
2. Η διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής κατά της διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου
Η στρεφόμενη εναντίον της διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ανακοπή εκδικάζεται με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ά. 642εδ.β ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει, όταν εκδόθηκε, ύστερα από σχετική αίτηση του εκμισθωτή, ενιαία διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και πληρωμής των καθυστερούμενων μισθωμάτων, κοινόχρηστων δαπανών, τελών και λογαριασμών κοινής ωφέλειας (ά. 645 ΚΠολΔ), οπότε η κατ’ αυτής ανακοπή των ρυθμίσεων των άρθρων 632 και 642 του ίδιου κώδικα υπάγεται στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, η οποία διέπεται από τις ειδικότερες διατάξεις αυτών (ά. 615 επ. του προαναφερθέντος κώδικα), τη γενική ρύθμιση του άρθρου 591 ΚΠολΔ και όσες από τις γενικότερες διατάξεις των άρθρων 1-590 του ίδιου κώδικα συνάδουν προς τη φύση της εν λόγω ειδικής διαδικασίας[32]. Είναι επομένως δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των ανακοπών των άρθρων 632, 642 και 933 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες από τη ρύθμιση του άρθρου 218§1 του προμνημονευθέντος κώδικα προϋποθέσεις (ά. 632§6 ΚΠολΔ)[33].
Β. Εκουσία Δικαιοδοσία
Ι. Γενικό μέρος
1. Η επαναφορά του τεκμηρίου της αρμοδιότητας στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Δυνάμει της διάταξης του άρθρου 740§1εδ.α ΚΠολΔ υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου από την 1-1-2016 (βλ. την τέταρτη παράγραφο του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015), με αντιστροφή του εισαχθέντος διά του Ν. 4055/2012 τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ του Ειρηνοδικείου, οι καθοριζόμενες από τις ρυθμίσεις των άρθρων 739 επ. του ίδιου κώδικα υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία (ά. 95, 96 Ν. 2071/1992 και 1687 ΑΚ), η ανακοπή των άρθρων 787 ΚΠολΔ και 82 ΑΚ κατά της διαταγής του Ειρηνοδίκη ως προς την εγγραφή σωματείου ή τροποποίησης του καταστατικού αυτού στο οικείο βιβλίο και η ανακοπή του άρθρου 82 ΑΚ κατά της αντίστοιχης διάταξης του Ειρηνοδίκη που απορρίπτει την αίτηση εγγραφής σωματείου. Από το προειρημένο τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του Μονομελούς Πρωτοδικείου εξαιρούνται, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 740§1εδ.β ΚΠολΔ, αφενός οι ιδιαίτερα σημαντικές υποθέσεις που αφορούν την υιοθεσία (ά. 1542 επ. ΑΚ, 800 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ) και την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (ά. 799 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ), δηλαδή τη χορήγηση άδειας για τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση (ά. 1457 ΑΚ) και την παρένθετη μητρότητα (ά. 1458 ΑΚ), οι οποίες εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρέχοντος ως προς αυτές εχέγγυα ορθότερης κρίσης Πολυμελούς Πρωτοδικείου[34], και αφετέρου οι ρητώς υπαγόμενες εκ του νόμου στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου απλούστερες κατά κανόνα υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως είναι αυτές των διατάξεων των άρθρων 782, 797, 798, 807, 808, 843, 851§2 ΚΠολΔ και 3 Ν. 3869/2010 περί της ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων[35].
Διατηρείται ωστόσο η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου για ορισμένες σημαντικές υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως είναι επί παραδείγματι οι κληρονομικές, αφού το Ειρηνοδικείο εξακολουθεί κατ’ άρθρο 810 ΚΠολΔ να αποτελεί το δικαστήριο της κληρονομίας, και η κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων (ά. 1022 επ. ΚΠολΔ). Σε αντιστάθμισμα διευρύνονται οι λόγοι αναίρεσης του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με συνέπεια να ισχυροποιείται ο ακυρωτικός ρόλος του Αρείου Πάγου σε αποφάσεις προερχόμενες από το Ειρηνοδικείο[36].
Το τεκμήριο της αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου σχετικά με τις υποθέσεις των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ δεν επηρεάζει άλλωστε την καθιερούμενη μέσω ειδικών διατάξεων νόμου καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου επί υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως είναι οι πτωχευτικές σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πτωχευτικού Κώδικα (ΠτΚ, Ν. 3588/2007) και οι συλλογικές αγωγές των ενώσεων καταναλωτών δυνάμει των παραγράφων 19 και 20 του άρθρου 10 Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών[37]. Καταργείται λοιπόν, με την έκτη παράγραφο του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015, η ρύθμιση του άρθρου 3§4 ΕισΝΚΠολΔ, κατά την οποία «στις περιπτώσεις που διατάξεις νόμων προσδιορίζουν, για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητα πρωτοδικείων, αρμόδια είναι τα ειρηνοδικεία. Εξαιρούνται μόνον οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας του άρθρου 4 του Ν. 3588/2007 (ΦΕΚ Α΄ 153), του Ν. 2664/1998 (ΦΕΚ Α΄ 275), του άρθρου 1441 του Αστικού Κώδικα, καθώς και του άρθρου 905 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
2. Η ερημοδικία του αιτούντος
Πριν από την ισχύ του Ν. 4335/2015, η ερημοδικία του αιτούντος στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας επέφερε τη ματαίωση της συζήτησής τους, έστω κι αν παρίσταντο σ’ αυτήν προσηκόντως τρίτα πρόσωπα, τα οποία είτε κλητεύονταν με πρωτοβουλία του δικαστηρίου ή των διαδίκων είτε, παρότι δεν είχαν κλητευθεί, ασκούσαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση στην εκκρεμή δίκη, έχοντας σχετικό έννομο συμφέρον. Αν αντιθέτως παρίστατο προσηκόντως μόνον ο αιτών, η διαδικασία προχωρούσε σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Η προδιαληφθείσα έννομη συνέπεια της ματαίωσης της συζήτησης σε περίπτωση ερημοδικίας του αιτούντος απορρέει από τη φύση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία έχει καθιδρυθεί προς το συμφέρον κατά κανόνα του αιτούντος[38].
Η ενίοτε κακόπιστη ερημοδικία του αιτούντος στις εκδικαζόμενες με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας υποθέσεις προκαλούσε εντούτοις σημαντικά προβλήματα, όταν η εκκρεμής δίκη επηρέαζε τα συμφέροντα και τρίτων προσώπων. Τούτο συνέβαινε κυρίως σε μη γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως επί υπαγωγής επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση ή πτώχευση καθώς και στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010 ως προς τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων[39].
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 754 ΚΠολΔ, «αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστούν οι διάδικοι ή εμφανιστούν και δεν λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν ο αιτών δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανισθεί ο καθ’ ου η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανισθεί ο αιτών και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν». Η συζήτηση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας ματαιώνεται επομένως, όταν δεν παρίσταται κανένας από τους διαδίκους, ενώ, στην περίπτωση που έστω κάποιος εξ αυτών παρίσταται προσηκόντως, ήτοι με πληρεξούσιο δικηγόρο και κατάθεση προτάσεων επί της έδρας (ά. 94 και 115§§2,3 ΚΠολΔ), η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Διά της προαναφερθείσας ρύθμισης επιδιώκεται ορθώς να περιορισθεί η αδικαιολόγητη υποβολή αιτήσεων µε μοναδικό σκοπό τη διατήρηση μιας εξαιρετικά ενοχλητικής εκκρεμοδικίας[40].
3. Οι επιμέρους διαδικαστικές τροποποιήσεις
Καταργείται εν πρώτοις η προβλεπόμενη εκ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 747 ΚΠολΔ δυνατότητα προφορικής άσκησης της αίτησης στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας. Ορίζεται εν συνεχεία από τη διάταξη του άρθρου 749 ΚΠολΔ ότι δεν τυγχάνουν επί της εκουσίας δικαιοδοσίας εφαρμογής οι ρυθμίσεις τόσο της απόπειρας συμβιβασμού όσο και της διαμεσολάβησης, δοθέντος ότι οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας διάθεσης των περί ων ο λόγος υποθέσεων. Σύμφωνα κατ’ επέκταση με τη διάταξη του άρθρου 750 ΚΠολΔ, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί να παρίσταται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και ενώπιον του Ειρηνοδικείου.
Καταργούνται επίσης τα άρθρα 755 και 756 ΚΠολΔ για τις εξαιρετικά σύντομες προθεσμίες έκδοσης των αποφάσεων επί των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας (βλ. πλέον το ά. 307 του προμνημονευθέντος κώδικα) και τη συνοπτική τήρηση πρακτικών σ’ αυτές αντιστοίχως. Όσον αφορά το περιεχόμενο των πρακτικών της συζήτησης των προειρημένων υποθέσεων, εφαρμόζεται συνεπώς, με παραπομπή από το άρθρο 741 ΚΠολΔ, η ρύθμιση του άρθρου 256 του ίδιου κώδικα ως προς την τακτική διαδικασία[41].
ΙΙ. Ειδικό μέρος
1. Η ευθύνη των μελών της προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών νομικού προσώπου ή εταιρείας δίχως νομική προσωπικότητα
Δυνάμει της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 786 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε μέσω του Ν. 4335/2015 και προέρχεται από το εκπονηθέν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Κλαμαρή Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[42], η ευθύνη των μελών της προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών νομικού προσώπου ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα περιορίζεται στις πράξεις ή τις παραλείψεις αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Η ratio της προδιαληφθείσας ορθής ουσιαστικού δικαίου διάταξης έγκειται στη διαπίστωση ότι τα διοριζόμενα, από το δικάζον με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του νομικού προσώπου ή της εταιρείας άνευ νομικής προσωπικότητας, πρόσωπα ως μέλη της προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστές αυτών (ά. 69, 73 και 778 ΑΚ)[43] δε θα αποδέχονταν αλλιώς τον εν λόγω διορισμό τους, ένεκα ακριβώς του ενδεχομένου της στοιχειοθέτησης ευθύνης αυτών για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των προηγούμενων διοικήσεων. Οι δανειστές δε θα μπορούσαν επιπροσθέτως να ασκήσουν τότε τα δικαιώματά τους εναντίον των νομικών προσώπων και των εταιρειών που προαναφέρθηκαν.
2. Οι τροποποιήσεις στη διαδικασία της υιοθεσίας
Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση της ρύθμισης του άρθρου 800§1 ΚΠολΔ, «αρμόδιο για την τέλεση υιοθεσίας είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την συνήθη διαμονή τους εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται», οπότε η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ως προς τις υιοθεσίες με στοιχεία αλλοδαπότητας θεμελιωνόταν στην αρχή της εδαφικότητας και όχι της ιθαγένειας (ά. 3§1 του ίδιου κώδικα), ώστε τα ελληνικά δικαστήρια να διαθέτουν διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον ο υιοθετών ή ο υιοθετούμενος είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Διά του άρθρου 20 Ν. 3719/2008 προστέθηκαν στην προμνημονευθείσα διάταξη δεύτερο και τρίτο εδάφιο, κατά τα οποία «τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την τέλεση της υιοθεσίας, όταν ο υιοθετών ή ο υιοθετούμενος είναι ελληνικής ιθαγένειας, ακόμη και αν δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδια τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους», με αποτέλεσμα η σχετική διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να μην καθορίζεται πλέον από τη συνήθη διαμονή των μερών, αλλά επί τη βάσει της (ελληνικής) ιθαγένειας του ενός τουλάχιστον εξ αυτών. Ακολούθησε η τροποποίηση της ρύθμισης του πρώτου εδαφίου του άρθρου 800§1 ΚΠολΔ ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα μέσω της ισχύουσας από την 1-3-2013 διάταξης του άρθρου 9§2 Ν. 4138/2013, δυνάμει της οποίας «αρμόδιο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι κάθε δικαστήριο της Επικράτειας». Διά του Ν. 4335/2015 καταργείται λοιπόν το προειρημένο πρώτο εδάφιο αναφορικά με την κατά τόπον αρμοδιότητα, αλλά διατηρείται η προδιαληφθείσα ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων σε υποθέσεις υιοθεσιών με στοιχεία αλλοδαπότητας. Διαπιστώνεται επομένως κενό ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου για τις υποθέσεις που άπτονται υιοθεσιών, το οποίο δεν μπορεί να πληρωθεί με αναλογική εφαρμογή των προμνημονευθεισών διατάξεων ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία, διότι η τελευταία καθορίζεται, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 3§1 ΚΠολΔ, επί τη βάσει της κατά τόπον αρμοδιότητας και όχι το αντίστροφο[44]. Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό, μέσω αναλογίας δικαίου από τις διατάξεις των άρθρων 796§1εδ.α και 801§1εδ.α ΚΠολΔ περί της επιτροπείας και της δικαστικής συμπαράστασης αντιστοίχως, ότι κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο ως προς την υιοθεσία τυγχάνει αυτό της συνήθους διαμονής του υιοθετουμένου με γνώμονα την αρχή της προστασίας του υπέρτερου συμφέροντός του.
Οι οικείες συναινέσεις και ακροάσεις (ά. 1549 επ. ΑΚ και 800§2 ΚΠολΔ) δηλώνονται και γίνονται αντιστοίχως ενώπιον μέλους της σύνθεσης του τελούντος την υιοθεσία Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σε ιδιαίτερο γραφείο και δίχως δημοσιότητα (ά. 800§2εδ.α,β ΚΠολΔ). Σε εναρμόνιση εξάλλου με τη ρύθμιση του άρθρου 606§1 ΚΠολΔ για τις απτόμενες των σχέσεων γονέων και τέκνων διαφορές προβλέπεται απ’ αυτήν του άρθρου 800§5 του ίδιου κώδικα ότι οι ανήλικοι, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το δέκατο έκτο και όχι απλώς, όπως οριζόταν μέχρι τούδε, το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, διαθέτουν την ικανότητα να παρίστανται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά την τέλεση της υιοθεσίας και να ασκούν ένδικα μέσα κατά της σχετικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αντίστοιχο δικαίωμα του νόμιμου αντιπροσώπου τους[45].
3. Η γνησιότητα της ιδιόγραφης διαθήκης ως προϋπόθεση για την κήρυξη αυτής κυρίας
Η κήρυξη δημοσιευθείσας ιδιόγραφης διαθήκης (ά. 1721 επ., 1771 επ. ΑΚ και 808§§1,2 ΚΠολΔ) ως κυρίας (ά. 1776 και 1777 ΑΚ) με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου Ειρηνοδίκη (ά. 807§1, 808§3εδ.α,β και 810 ΚΠολΔ) προϋποθέτει ότι έχει πιθανολογηθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη (ά. 1776εδ.α ΑΚ και 808§3εδ.α ΚΠολΔ). Όταν όμως μέσω ιδιόγραφης διαθήκης ορίζεται αποκλειστικά κληρονόμος πρόσωπο, το οποίο δεν είναι σύζυγος του διαθέτη ή δεν έχει με το διαθέτη συγγενική σχέση τουλάχιστον τετάρτου βαθμού, διατάσσεται υποχρεωτικά γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη (ά. 808§3εδ.γ, 759, 591§4, 741, 254 και 368 επ. ΚΠολΔ), ενώ καλείται το Δημόσιο να παραστεί στη σχετική συνεδρίαση εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν απ’ αυτή (ά. 808§3εδ.δ ΚΠολΔ). Η προειρημένη ρύθμιση, η οποία αντικαθιστά την καταργούμενη πρώτη παράγραφο του άρθρου 77 Ν. 4182/2013 αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του τελευταίου (βλ. την ένατη παράγραφο του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015), έχει, ενόψει των συνεπειών της κήρυξης ιδιόγραφης διαθήκης κυρίας (ά. 1777 ΑΚ), ως ratio την καταπολέμηση των πλαστών διαθηκών και τη διαφύλαξη του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου καλούμενου στην έκτη τάξη (ά. 1824 ΑΚ)[46].
Γ. Συμπερασματικές σκέψεις
Οι υπό εξέταση τροποποιήσεις του ΚΠολΔ βαίνουν κατά κανόνα στην ορθή κατεύθυνση του συγκερασμού της ορθότητας με την ταχύτητα ως προς την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Θετικό πρόσημο αποκτούν ιδίως η προσέγγιση της ελληνικής διαταγής πληρωμής στα ευρωπαϊκά πρότυπα, το τεκμήριο της ερημοδικίας του στρεφόμενου εναντίον διαταγής πληρωμής ανακόπτοντος, η δυνατότητα σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο των ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής, της διαταγής απόδοσης της χρήσης μίσθιου ακινήτου και της αναγκαστικής εκτέλεσης, η προσθήκη της επανειλημμένης καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία ως λόγου αποκλεισμού της δυνατότητας του μισθωτή να αποτρέψει την εις βάρος αυτού έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου εξαιτίας της εκ μέρους του αποδεικνυόμενης εγγράφως καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων εντός του τουλάχιστον δεκαπενθήμερου χρονικού διαστήματος με αφετηρία την επίδοση με δικαστικό επιμελητή της έγγραφης όχλησης του μισθωτή από τον εκμισθωτή για την καταβολή τους και λήξη την κατάθεση της αίτησης ως προς την έκδοση της διαταγής, η επαναφορά του τεκμηρίου της αρμοδιότητας αναφορικά με τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας στο Μονομελές Πρωτοδικείο και ο περιορισμός της ευθύνης των μελών της προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών νομικού προσώπου ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα στις πράξεις ή τις παραλείψεις αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Τυγχάνουν εντούτοις άτολμες σε ορισμένα σημεία, όπως είναι επί παραδείγματι η μη πρόβλεψη αφενός αυτοδίκαιης αναστολής της εκτελεστότητας της εκδιδόμενης εις βάρος προσώπου κατοικούντος, εδρεύοντος ή διαμένοντος στην ημεδαπή διαταγής πληρωμής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και αφετέρου υποχρεωτικής σώρευσης των στρεφόμενων εναντίον της διαταγής πληρωμής και της αναγκαστικής εκτέλεσης ανακοπών. Δε λείπουν μάλιστα οι νομοτεχνικές ατέλειες και τα κενά, όπως είναι η έλλειψη ρύθμισης για την κατά τόπον αρμοδιότητα στις υποθέσεις που αφορούν υιοθεσίες. Απαιτείται επιπλέον η νομοθετική, πέραν της ερμηνευτικής, εναρμόνιση προς τις νέες διατάξεις του ΚΠολΔ των λοιπών βασικών νομοθετημάτων του ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι κυρίως ο ΑΚ. Τα προδιαληφθέντα μειονεκτήματα της περί ης ο λόγος νομοθετικής προσπάθειας ανάγονται πάντως στην προχειρότητα και την αποσπασματικότητα των επεμβάσεων στα κείμενα των κωδίκων, τα οποία εξυπηρετούν ωστόσο, μέσω ακριβώς της διαχρονικότητας αυτών, την αναγκαία για τη διατήρηση του κοινωνικοοικονομικού ιστού ασφάλεια του δικαίου, ενώ καταδεικνύεται ότι τέτοιες νομοθετικές απόπειρες, όσο κι αν διακατέχονται από αγαθή προαίρεση, δεν πρέπει να παραμερίζουν τον πυλώνα της ορθότητας χάριν αυτού της ταχύτητας ως προς την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά με σεβασμό στο δόγμα και μακρόπνοο σχεδιασμό να προσαρμόζουν την κωδικοποιημένη νομοθεσία στις σύγχρονες εξελίξεις ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε εφήμερες σκοπιμότητες, δοθέντος επιπροσθέτως εν προκειμένω ότι ο πρωταρχικός σκοπός του δικονομικού δικαίου συνίσταται στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου.
[1] Περιορισμένο θεωρητικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η κατάργηση της προβλεπόμενης από τη ρύθμιση του άρθρου 626§1 ΚΠολΔ δυνατότητας προφορικής υποβολής ενώπιον Ειρηνοδικείου αίτησης ως προς την έκδοση διαταγής πληρωμής και η τροποποίηση του άρθρου 630 του ίδιου κώδικα για το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής (βλ. επιπροσθέτως το ά. 626§2 σε συνδ. προς το ά. 118 ΚΠολΔ για το περιεχόμενο της αίτησης με αντικείμενο την έκδοση διαταγής πληρωμής). Η μνεία του άρθρου 636 ΚΠολΔ στο στοιχείο ζ του άρθρου 630 του ίδιου κώδικα πρέπει όμως, κατ’ επιτρεπτή διορθωτική ερμηνεία ένεκα νομοτεχνικής ατέλειας, να εκλαμβάνεται ως αναφορά στην οριζόμενη από τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 632 ΚΠολΔ οικεία προθεσμία άσκησης της ανακοπής του άρθρου αυτού.
[2] Βλ. Ευ. Ποδηματά, Παρατηρήσεις επί των νέων άρθρων 623 έως 646 («Διαταγές») του Σχεδίου ΚΠολΔ 2014, ΕΠολΔ 2014, σ. 230 επ. (230). Πρβλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 6-7).
[3] Βλ. Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρόταση Σχεδίου Νόμου, Δημοσιεύματα Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών, τ. 39, 2008, σ. 90 και 193.
[4] Πρβλ. το γερμανικό ΚΠολΔ (Zivilprozessordnung, ZPO), σύμφωνα με τον οποίο εκδίδεται διαταγή πληρωμής εναντίον προσώπων που έχουν την κατοικία, την έδρα ή τη διαμονή τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), την Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία, και το γαλλικό ΚΠολΔ (Code de Procédure Civile, CPC), κατά τον οποίο δεν επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής εναντίον προσώπων κατοικούντων, εδρευόντων ή διαμενόντων στην αλλοδαπή.
[5] Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τ. ΙΙ, 2012, ά. 624 αρ. 7.
[6] Βλ. Ποδηματά, ό.π., σ. 232.
[7] Πρβλ. την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 5στοιχ.α της Σύμβασης της Χάγης.
[8] Βλ. Ποδηματά, ό.π., σ. 233.
[9] Βλ. Ποδηματά, op.cit.
[10] Ibidem.
[11] Έτσι ήδη η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρόταση Σχεδίου Νόμου, Δημοσιεύματα Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών, τ. 39, 2008, σ. 91 και 194.
[12] Βλ. Ευ. Ποδηματά, στην Ερμηνεία του ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. ΙΙ, 2000, ά. 630Α αρ. 3-4· Μαργαρίτη, ό.π., ά. 630Α αρ. 2.
[13] Πρβλ. Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρόταση Σχεδίου Νόμου, Δημοσιεύματα Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών, τ. 39, 2008, σ. 91 και 194, όπου προβλεπόταν εξάμηνη αποκλειστική προθεσμία επίδοσης της διαταγής πληρωμής στην αλλοδαπή.
[14] Βλ. Ευ. Ποδηματά, Παρατηρήσεις επί των νέων άρθρων 623 έως 646 («Διαταγές») του Σχεδίου ΚΠολΔ 2014, ΕΠολΔ 2014, σ. 230 επ. (233).
[15] Εν αντιθέσει εξάλλου προς την ελληνική έννομη τάξη, στο γαλλικό και το γερμανικό ΚΠολΔ έχουν επί παραδείγματι περιληφθεί εκτελεστικές του Κανονισμού 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής ρυθμίσεις (ά. 1424-1 επ. CPC και §§1087 επ. ZPO).
[16] Βλ. Ποδηματά, ό.π., σ. 234.
[17] Βλ. Ποδηματά, op.cit.
[18] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 7).
[19] Βλ. Ποδηματά, ό.π., σ. 234.
[20] Βλ. Ποδηματά, ό.π., σ. 235.
[21] Βλ. και Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρόταση Σχεδίου Νόμου, Δημοσιεύματα Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών, τ. 39, 2008, σ. 92 και 194.
[22] Βλ., πιο αναλυτικά, Ευ. Ποδηματά, στην Ερμηνεία του ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. ΙΙ, 2000, ά. 632 και 633· Μαργαρίτη, ό.π., ά. 632 και 633.
[23] Σχετικά με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών βλ., αναλυτικότερα, Δ. Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014, σ. 222 επ.
[24] Βλ. επίσης την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 6).
[25] Βλ. Ποδηματά, ό.π., ά. 632 αρ. 29 επ.· Μαργαρίτη, ό.π., ά. 632 αρ. 42 επ.
[26] Βλ. επιπροσθέτως ανωτέρω υπό τον αριθμό 4.
[27] Βλ. επίσης Στ. Πανταζόπουλου, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2013, σ. 363 επ.
[28] Ως προς την περί ης ο λόγος διαταγή βλ., γενικότερα, Χ. Παπαδάκη, Διαταγή Απόδοσης Μισθίου, 2013, passim· Ευ. Ποδηματά, στην Ερμηνεία του ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. ΙΙ, 2000, ά. 662Α επ.· Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τ. ΙΙ, 2012, ά. 662Α επ.
[29] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 17).
[30] Βλ. επιπλέον την τροποποίηση αφενός του άρθρου 640§2 ΚΠολΔ για το περιεχόμενο της διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου και αφετέρου του άρθρου 639§2 (σε συνδ. προς το ά. 118) του ίδιου κώδικα για το περιεχόμενο της αίτησης με αντικείμενο την έκδοση τέτοιας διαταγής.
[31] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 86/2005, ΕλλΔνη 46, 1458· ΑΠ 1133/1995, ΕλλΔνη 1996, 1586· ΑΠ 184/1994, ΕλλΔνη 36, 862· ΕφΑθ 1826/2008, ΕλλΔνη 2009, 1109· ΕφΑθ 376/2004, ΕλλΔνη 47, 276· ΕφΑθ 3622/1998, ΕλλΔνη 1998, 1678· ΕφΠειρ 43/1998, ΕλλΔνη 39, 443· ΕφΠατρ 564/1997, ΕλλΔνη 40, 419· ΕφΠειρ 207/1996, ΕλλΔνη 37, 1648· Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τ. Ι, 2004, σ. 335-336· Ποδηματά, ό.π., ά. 661 αρ. 9-10· Μαργαρίτη, ό.π., ά. 661 αρ. 6 επ.
[32] Βλ. επιπροσθέτως παραπάνω υπό Ι.6.
[33] Βλ., πιο αναλυτικά, ανωτέρω υπό Ι.9.
[34] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 20).
[35] Βλ. την προηγούμενη υποσημείωση. Πρβλ. το ά. 825 ΚΠολΔ αναφορικά με την αρμοδιότητα του Εφετείου ως προς την ερμηνεία διαθήκης ή έτερης πράξης, οι οποίες άπτονται κοινωφελούς περιουσίας.
[36] Βλ. Π. Αρβανιτάκη, Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ΕΠολΔ 2014, σ. 245 επ. (246).
[37] Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π., σ. 246.
[38] Βλ. Π. Αρβανιτάκη, στην Ερμηνεία του ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. ΙΙ, 2000, ά. 754 αρ. 1.
[39] Βλ., αναλυτικότερα, Π. Αρβανιτάκη, Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ΕΠολΔ 2014, σ. 245 επ. (247-248), όπου αναπτύσσονται επιπλέον οι μέθοδοι αντιμετώπισης των εν θέματι προβλημάτων υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠολΔ.
[40] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 9 και 20). Πρβλ. τη διατυπωθείσα από τον Αρβανιτάκη κριτική (ό.π., σ. 248).
[41] Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π., σ. 249.
[42] Βλ. Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρόταση Σχεδίου Νόμου, Δημοσιεύματα Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών, τ. 39, 2008, σ. 105 και 207.
[43] Πρβλ. τη μη ισχύουσα μετά το Ν. 4335/2015 πρόβλεψη των μη τροποποιηθέντων άρθρων 69 και 73 ΑΚ περί της εισαχθείσας εν προκειμένω διά του Ν. 4055/2012 αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου.
[44] Βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, σ. 106 επ.· Αρβανιτάκη, ό.π., σ. 249.
[45] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 20).
[46] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 (σ. 20-21).
http://lawtakpap.blogspot.gr/