Αριθμός απόφασης: ΑΠ 8/2013
Τμήμα: Τμήμα Ζ΄ (ποιν.) ΑΠ
Πρόεδρος: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Εισηγητής: Δ. Παπαντωνοπούλου
Αρχή προφορικότητας στο ακροατήριο, απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας, ανακριτική κατάθεση ανηλίκου.
Άρθρα: 226Α παρ. 6, 358, 171 παρ. 1 περ. δ΄, 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), καθώς και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Από την άποψη αυτή στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνονται και οι προανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων. Η ως άνω όμως ακυρότητα, αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος στο ακροατήριο εγγράφου διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και το παραπάνω έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κηρύχθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ένοχος για κατάχρηση ανηλίκου κάτω των δεκατεσσάρων ετών σε ασέλγεια (άρθρο 342 παρ.1 ΠΚ) και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δώδεκα ετών. Το εκδόσαν την απόφαση αυτή Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί της ενοχής αυτού για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, έλαβε υπόψη του, αμέσως και ευθέως, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του και την από 13-8-2009 προανακριτική κατάθεση της μητέρας της παθούσας M.-J. A.-C.-S., την οποία και ρητά μνημονεύει, δεχόμενο, ότι όταν αυτή πληροφορήθηκε από την ανήλικη θυγατέρα της τις πράξεις που την είχε υποχρεώσει να δεχθεί ο κατηγορούμενος “… προσέφυγε στην αστυνομία και σε σχετική από 13-8-2009 κατάθεσή της ανέφερε όλα τα ανωτέρω …”, αλλά και την από 19-10-2009 όμοια κατάθεση της ίδιας ενώπιον του Ανακριτή, καθώς και τις από 25-8-2009 προανακριτική και από 19-10-2009 ενώπιον του Ανακριτή καταθέσεις της ανήλικης παθούσας J.-T. A.-C., δεχόμενο στο σκεπτικό της ότι “… όλα όσα κατέθεσαν και οι δύο (δηλαδή η παθούσα και η μητέρα της) στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες σε βάρος του, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αφού η αναλυτικότητα και σαφήνεια των αρχικών καταθέσεών τους ενώπιον των αστυνομικών και δικαστικών (ανακριτή) αρχών οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι αρχικές των καταθέσεις ήταν οι αληθείς …”. Όμως, οι ανωτέρω καταθέσεις, δεν φέρονται αναγνωσθείσες στα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 226Α παρ. 6 ΚΠΔ, που προστέθηκε στον Κώδικα με το άρθρο τρίτο παρ.4 του ν. 3625/24.12.2007 “Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις” και επιβάλλει την ανάγνωση της γραπτής (ανακριτικής) κατάθεσης του ανηλίκου πάντοτε στο ακροατήριο. Εξάλλου ούτε στην απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και τα ενσωματωμένα σ’ αυτήν πρακτικά, που μνημονεύονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως μεταξύ των αναγνωσθέντων, γίνεται μνεία αναγνώσεως των προανακριτικών και ανακριτικών αυτών καταθέσεων, ώστε να θεωρηθεί ότι αναγνώσθηκαν αυτές με την ανάγνωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Εφόσον, επομένως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για το σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου έλαβε υπόψη στο σύνολό τους τις εκθέσεις εξετάσεως της παθούσας και της μητέρας της κατά την αστυνομική προανάκριση και την ανάκριση και δεν προκύπτει το περιεχόμενο των καταθέσεων αυτών από άλλα παραδεκτώς ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, ούτε αναφέρονται αυτές ιστορικώς μόνο στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά επ’ αυτών κυρίως στήριξε την καταδικαστική του κρίση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι η ανήλικη παθούσα και η μητέρα της αναίρεσαν στο ακροατήριο τα όσα είχαν καταθέσει προανακριτικώς και ενώπιον του Ανακριτή, έπεται ότι δεν μπόρεσε ο αναιρεσείων να κάνει τις παρατηρήσεις του (εξηγήσεις και δηλώσεις) για τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και παραβιάσθηκε έτσι η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της οποίας πρέπει ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση είναι παραδεκτή, ως περιέχουσα, νόμιμους λόγους αναιρέσεως, συνακολούθως δε είναι παραδεκτοί οι από 26-10-2012 πρόσθετοι λόγοι, ασκηθέντες κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρ. 509 ΚΠΔ), κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου πρόσθετου αναιρετικού λόγου, από το άρθρο 171 αριθμ.1 στοιχ.δ΄και 510 παρ.1 στοιχ. Α΄και Γ΄ΚΠΔ, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση.
nomikaxronika.gr